Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τοῖς ἔργοις

См. также в других словарях:

  • ВОДООСВЯЩЕНИЕ — [греч. ἁγιασμὸς (τῶν ὑδάτων); лат. aquae benedictio], церковное священнодействие, посредством к рого вода как один из первоэлементов тварного мира получает Божие благословение и освящение. Совершение В. свидетельствует об обновлении и… …   Православная энциклопедия

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • ραδιούργος — α, ο / ῥᾳδιουργός, όν, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ραδιουργεί, δολοπλόκος, μηχανορράφος νεοελλ. (για ηθοποιό) αυτός που έχει ειδικευθεί στην απόδοση ρόλων μοχθηρών και ύπουλων προσώπων αρχ. 1. αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… …   Dictionary of Greek

  • εναμβλυωπώ — ἐναμβλυωπῶ ( έω) (Α) έχω ασθενική, ελαττωματική όραση («τοῑς ἔργοις τοῡ σκότους ἐναμβλυωποῡντες», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

  • ενστίλβω — ἐνστίλβω (Α) [στίλβω] λάμπω μέσα σε κάτι («χρυσὸν τοῑς... ἔργοις ἐνστίλβοντα», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

  • επίσυρμα — ἐπίσυρμα, τὸ (Α) [επισύρω] 1. οτιδήποτε σέρνεται πάνω σε κάτι 2. σημάδι που αφήνει σώμα που σέρνεται πάνω σε κάτι («τά τ’ ἐπισύρματα τοῡ ξύλου καταφανῆ ἐν τοῑς ἔργοις», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • συνομαρτώ — έω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνομαρτώ Α συνακολουθώ («χάρις εὐμενὴς ἡ συνομαρτοῡσα τοῑς ἔργοις;», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμαρτῶ «συνοδεύω, συμβαδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνωδός — και συναοιδός και αττ. τ. ξυνωδός, όν, Α 1. αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε συμφωνία με κάποιον άλλο 2. αυτός που έχει αρμονία («ξυνῳδοὶ κτύποι», Ευρ.) 3. μτφ. σύμφωνος με κάποιον ή κάτι («λόγοι συνωδοὶ τοῑς ἔργοις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • NICIAS — I. NICIAS Atheniensis pictor, qui diligentissime mulieres pinxit, Plin. l. 35. c. 11. Hic in artem tanta contentione animi incubuisse dicitur, ut cibum sumere saepe oblitus sit. Aelian. ποικιλ. l. 3. c. 31. Vide Pausan. in Attic. et Stobaeum Serm …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»